- ἐρευθαλέος
- ἐρευθ-ᾰλέος, η, ον, ([etym.] ἔρευθος)A ruddy, Nonn.D.12.329,359.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερευθαλέος — ἐρευθαλέος, η, ον ερυθρός, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρευθος + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος)] … Dictionary of Greek
ἐρευθαλέη — ἐρευθαλέος ruddy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθαλέην — ἐρευθαλέος ruddy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθαλέης — ἐρευθαλέος ruddy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… … Dictionary of Greek